εβδομαδιαίο

εβδομαδιαίο
hafta, haftalık

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελληνόπουλο — Εβδομαδιαίο περιοδικό για παιδιά που ιδρύθηκε το 1945 από τον εκδοτικό οίκο Δ. Δημητράκου, με διευθυντή τον Ν. Τσεκούρα. Το 1947 ανέστειλε την έκδοσή του και επανεκδόθηκε τον επόμενο χρόνο, παράλληλα με το περιοδικό Θησαυρός των Παιδιών. Τον Μάιο …   Dictionary of Greek

  • μπουκέτο — Εβδομαδιαίο περιοδικό που κυκλοφορούσε τη περίοδο του Μεσοπολέμου. Εκδότης και ιδρυτής του ήταν ο Κωνσταντίνος Θεοδωρόπουλος. Το περιοδικό αυτό ήταν το πρώτο με το σχήμα και τη μορφή των σημερινών περιοδικών ποικίλης ύλης. Γραφόταν στη δημοτική… …   Dictionary of Greek

  • Αστήρ Βρετανικός — Εβδομαδιαίο ελληνικό περιοδικό, το πρώτο εικονογραφημένο στην ελληνική βιβλιογραφία των περιοδικών εντύπων (19ος αι.). Ιδρυτής και διευθυντής του υπήρξε ο Στέφανος Ξένος …   Dictionary of Greek

  • Παναιγύπτια — Εβδομαδιαίο περιοδικό (1926 28 και 1931 38), που ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ο Στέφανος Πάργας. Το περιοδικό γνώρισε δύο περιόδους. Εκείνην των παιδικών «Π.» και την περίοδο των κυρίως «Π.». Στα παιδικά «Π.» συνεργάστηκαν και οι Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Σφίγξ — Ελληνικό εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό με έδρα το Κάιρο. Ιδρύθηκε το 1903 με διευθυντή τον Κ. Ρωμάνο. Μετά τον θάνατό του (1957) η έκδοση συνεχίστηκε ως το 1962. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε και έμμετρο εβδομαδιαίο σατιρικό έντυπο στην… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπράκης, Δημήτριος — (Βάμος Κρήτης 1888 – Αθήνα 1957). Δημοσιογράφος και εκδότης. Έλαβε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα, όπου αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και καταδικάστηκε σε θάνατο· του δόθηκε όμως χάρη ύστερα από 18 μήνες και έπειτα από σύντομο διάλειμμα… …   Dictionary of Greek

  • Νέος Κόσμος — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα (1849 54). 2. Εβδομαδιαίο φιλολογικό και πολιτικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1893 με έδρα τη Βοστόνη. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα (1920 24). Ιδρύθηκε από τον Γ. Α. Γιαννικόπουλο με έδρα… …   Dictionary of Greek

  • Ίσις — I Αιγυπτιακή θεότητα Βλ. λ. Ίσιδα. II Τίτλος ελληνικών περιοδικών που εκδίδονταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. 1. Εβδομαδιαίο περιοδικό που εκδιδόταν το 1898 στην Αλεξάνδρεια από τον Α. Ιερωνυμίδη. 2. Περιοδικό που κυκλοφόρησε από τον H.… …   Dictionary of Greek

  • Παρνασσός — I Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρών Ηραίας. II Όρος της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται με ΒΔ ΝΑ διεύθυνση στα όρια των νομών Βοιωτίας, Φωκίδας… …   Dictionary of Greek

  • ανατολή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θανατώθηκε με ξίφος στους διωγμούς του Νέρωνα, μαζί με την αδελφή της Φωτεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. II Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 200 κάτ.) του νομού Σερ ρών …   Dictionary of Greek

  • εβδομάς — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εφημερίδα που εκδόθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1880. 2. Εφημερίδα της Αιγύπτου (Αλεξάνδρεια, 1903). 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα της Αλεξάνδρειας, με ιδρυτή τον Σ. Σκληρό. Η εφημερίδα αυτή, που υπήρξε βραχύβια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”